κατάλυμα

κατάλυμα
κατάλῠμα, ατος, τό,
A lodging, Plb.2.36.1 (pl.), UPZ120.5 (ii B. C.), LXXEx.4.24, Aristeas 181 (pl.), Ev.Marc.14.14, Iamb.Bab.13; δημόσιον κ. D.S.14.93; billet for troops, PSI4.341.8 (iii B. C.): in pl., provision of quarters, IG5(2).515 (Lycosura, i B. C./i A. D.):—[var] Dim. [suff] κατ-λῠμάτιον, τό, PCair.Zen.205 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάλυμα — lodging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελάτειας. * * * το (AM κατάλυμα) [καταλύω] στεγασμένος χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει προσωρινά, σταθμός… …   Dictionary of Greek

  • κατάλυμα — το, ατος ο τόπος όπου μπορεί κανείς να καταλύσει πρόσκαιρα, σταθμός: Δε βρήκαν κατάλυμα στο χωριό αυτό και προχώρησαν στο άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλυμάτων — κατάλυμα lodging neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύμασι — κατάλυμα lodging neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύμασιν — κατάλυμα lodging neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύματα — κατάλυμα lodging neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύματι — κατάλυμα lodging neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύματος — κατάλυμα lodging neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”